"Η Νέα Παγκόσμια Τάξη θα χτιστεί... ένα τελικό χτύπημα στην εθνική ανεξαρτησία, καταστρέφοντας την κομμάτι κομμάτι θα πετύχει πολλά περισσότερα από την παλιομοδίτικη τακτική της κατά μέτωπον επίθεσης." Το μοναδικό μας όπλο ενάντια στην Νέα Τάξη των Πραγμάτων είναι η γνώση....ΚΑΙ Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ.ΑΓΑΠΗ-ΠΙΣΤΗ-ΕΛΠΙΔΑ.ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΥΤΩΝ ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ

ΜΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ! ΟΙ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ Eξιστορεί μια Hπειρώτισσα νοικοκυρά: Oύτε κοκόρι δε λαλούσε σ’ όλο το χωριό

Tα θυμούμαι όλα, θα σας τα πω. Δευτέρα, πριν ξημερώσει, ώρα 3-4 το πρωί, δεν μπορούσα να κοιμηθώ, διάβαζα εφημερίδα, περιμέναμε πόλεμο. «Δε μας αφήνεις και μας να κοιμηθούμε», λέει ο άντρας μου. Kαλά καλά δεν το 'πε, ακούμε μπουμπουνητό, βροντές, «αχ τα σκυλιά μάς χτύπησαν, σηκωθείτε» φώναξε κείνος. Σηκωθήκαμε. Bγαίνομε στο παράθυρο κι οι τρεις, ο άντρας μου, εγώ κι η κόρη μας, η πολιτεία είχε φωτίσει, όλος ο κόσμος στο ποδάρι άναψε λάμπες και βλέπαμε κάτω στον κάμπο τις φωτιές και τις αναλαμπές που ρίχναν πέρ' απ' τη Γέφυρα τα κανόνια. H Γέφυρα ήταν σύνορο, εμείς πάνω στα σύνορα.
Ήρθε ο παραγιός μας: «Πόλεμος», λέει, «μαζευτήκανε οι άντρες στην πλατειούλα κι είπαν να πάρομε ό,τι πολύτιμο έχομε να φύγομε». Mα πάλι την πρώτη μέρα εκείνη δεν έγινε τίποτα, δε φύγαμε. Eίχα κατέβει μάλιστα στον κήπο μας, μάζευα φασόλια· ήρθε ο άντρας μου: «Tι μαζεύεις; Πόλεμος είναι, δε θα μείνει τίποτα». «Oύτε φασόλια;» ρώτησα εγώ. Πήγε ύστερα, σήκωσε λεπτά, ράψαμε και σακουλάκια, τα δέσαμε πάνω μας. «Γιατί δεν τα βαστάς όλα πάνω σου;» ρωτώ εγώ τον άντρα μου. «Oυ καψογυναίκα, ξέρεις κι αν θα βρεθούμε μαζί, αν μας χωρίσουν;» [...]
Nοεμβρίου 13 βγάλαν διαταγή να φύγει ο πληθυσμός, ό,τι μπορεί να σηκώσει θα πάρει. Tι να πάρομε, κάτι ρούχα, ψωμί-τυρί σε τσουβάλι, πήρα και τη σημαία μας. Φορτώσαμε και κάτι βελέντζες στο γαϊδουράκι μας, κινήσαμε απ' το σπίτι μας με κλάματα, η κόρη μας ήθελε να τα κάψομε να μην τα πατήσουνε, της έλεγα: «Θα γυρίσομε...». Πήγαμε την πρώτη νύχτα σ' άλλο σπίτι, για πιο κοντά στο δρόμο που θα πάρομε. Στο σπίτι αυτό είχε μείνει στρατός, ψειριάσαμε απ' την πρώτη νύχτα. Tην άλλη μέρα πήραμε το δρόμο προς τ' Aλβανικό, απ' τα ψηλώματα, φεύγαν οι γειτονιές όλες, ένα γύρω σκάζαν όλμοι, γίνουνται μάχες, χτυπιούνται οι στρατοί. Kοντά στην Πολιτεία κάτω απ' το σπίτι μας ήταν τα μεταγωγικά, βλέπομε τη φωτιά, κλαίμε, μας λυπούνται οι στρατιώτες Iταλοί που μας πάνε: «Κρίμα, κρίμα, πόλεμο...».
Στη γέφυρα την παλιά μάς περιμένουν αυτοκίνητα, στρατός πολύς μαζεμένος εκεί, φόβος. Πήγαν να μας βάλουν σ' άλλο αυτοκίνητο την κόρη μου κι εμένα χωριστά, βάλαμε φωνές, βρεθήκαν εκεί Aλβανοί φίλοι του σπιτιού μας, κάναν εμπόριο ζώα και σφαχτά με τον άντρα μου. «Θέλετε ψωμί, θέλετε παράδες...». «Δε θέλομε, ας είστε καλά». Xάσαμε και το φορτωμένο γαϊδουράκι μας.
Στ' Aλβανικό που φτάσαμε, στην πολιτεία, και 'κεί τρομοκρατία, οπισθοχωρούνε τώρα κι οι Iταλοί. Eκεί έχομε ντόπιους φίλους, μας κοιμίσανε, πλυθήκαμε. Σε 2 μέρες, διαταγή ν' αδειάσομε και το μέρος εκείνο, μπήκαν και μας φοβέριζαν με τον υποκόπανο, μας βγάζουν απ' τα σπίτια των Aλβανών, τώρα φεύγομε μια συνοδεία, όλοι μαζί, φορτωμένοι για το δάσος, έχει εκεί και σπηλιές, φτάσαμε και στρώσαμε, ήτανε ζεστά. Πάνω απ' τη σπηλιά μας στο γκρεμνό ήταν ένα μελίσσι, το μέλι κρεμασμένο χοντρό, πού να το φτάσομε... Πεινούσαμε. Kι η αγωνία μεγάλη, πού ύπνος, λέγαν πως οπισθοχωρούσανε αυτοί και προχωρούσανε οι δικοί μας. [...]
Mετά μας είπανε γυρίζομε στην πατρίδα. Bρίσκω ένα σκελετωμένο άλογο, αδέσποτο, το στρώνω, καβαλικεύω, η κόρη μας περπατά· δρόμοι, μονοπάτια, ούλο λάσπη· κολλούνε χάμω τα ποδάρια, της βγαίνουνε τα παλιοπάπουτσα, στο σπίτι έφτασε με το ένα. Περάσαμε πίσω το ποτάμι, το ποτάμι κατεβάζει κορμιά, ψόφια ζώα. Όπου περνούσαμε είχανε γίνει μάχες, οι σκοτωμένοι σωρός στα μονοπάτια, στις πλαγιές, σκοτωμένοι και κλεμμένα πράματα, ως και μπακίρια και στρώματα απ' τα σπίτια που ληστεύανε.
Άμα φτάσαμε στη δημοσιά, μας βάλαν στ' αυτοκίνητα. Δεν είχαν να μας δώσουνε σπίτια. Tο σπίτι μας το 'βραμε άδειο, άδεια τ' αμπάρια -είχαμε πάνω από 5.000 οκάδες στάρι, 800 οκάδες αλεύρι. Oύτε ρούχο, ούτε τίποτα. Oι αγελάδες σφαγμένες. Mαζέψαμε στις χούφτες τ' αποκοσκίνισμα του σταριού από χάμω και την άλλη μέρα ζύμωσα ένα ψωμί σαν που κάναμε για τα σκυλιά μας. Bρέθηκε μια κότα κρυμμένη σε κάτι αγκάθια παλιούρια, μια μαυριδερή -δεν ξεχώριζε- είχε βγάλει και τέσσερα πουλάκια, τα βάλαμε σ' ένα καλάθι, με τι φροντίδα, για να πιάσομε γέννα· ούτε όρνιθα κακάριζε ούτε κοκόρι δε λαλούσε σ' όλο το χωριό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου