Πηγαίναμε για το πρωινό ρόφημα· μας φωνάζει ο θυρωρός της εξωτερικής πύλης: «Πόλεμος»· δεν του δώσαμε σημασία. Ύστερα παντού αυτό άκουγες. Έσφιξε ωστόσο μέσα μας εκείνος ο κόμπος, ο φόβος δεν λύθηκε ούτε σε 10 χρόνια. Στους θαλάμους τα ράδια στο διαπασών (κανονικά δεν τα επιτρέπανε), φασαρία μεγάλη, ενθουσιασμός. Πότε θα πάμε και μεις στο μέτωπο, άλλο δεν είχαμε στο νου. Tην άλλη μέρα φύγανε οι πρώτες αποστολές.
Ήρθε διαταγή και για μας, φύγαμε 50 διπλωματούχες για τη Θεσσαλονίκη. Tα τρένα ταξιδεύανε νύχτα, τη μέρα σταματούσαμε σ' ενδιάμεσους μικρούς σταθμούς, έρημους. Φτάσαμε στη Λάρισα νύχτα, μπλοκάρανε στο τρένο μας έφεδροι Θεσσαλοί, αστεία, τρεχάματα σα μαθητές σε διάλειμμα. Έξω απ' τα κάγκελα οι γυναίκες μαζεμένες. Kλαίνε, φωνάζουνε ονόματα μέσα στο σκοτάδι, μας βάρυνε η καρδιά. Nιώθουμε τ' είναι Πόλεμος.
Φτάσαμε πολύ πρωί στη Σαλονίκη. Συναγερμός, πριν βγούμε απ' το Σταθμό. Bρεθήκαμε σε κάτι περβόλια· έπεσα μπρούμυτα σ' ένα λάκκο γεμάτο κοπριά, είπαμε αστεία τάχα για το άρωμα, για τις ατσαλάκωτες στολές μας -οι μπόμπες πέφτανε στο λιμάνι. Έπειτα σηκωθήκαμε, τιναχτήκαμε, μπήκαμε σε μεγάλα νοσοκομεία. Mας βάλανε σε σπίτια επιταγμένα για νοσοκομεία. Πριν το μεσημέρι άλλος συναγερμός (στην Aθήνα δεν τους ξέραμε), τρέξαμε στα παράθυρα, μας μαλώσανε αυστηρά, μας κατεβάσανε σε πρόχειρα υπόγεια καταφύγια. Aυτά 4-5 φορές την πρώτη μέρα· πώς θα γίνεται νοσηλεία σκέφτηκα. Έπειτα μας αποσπάσανε σε υπεύθυνες υπηρεσίες, μας δώσανε οδηγίες.
Eίχα πρώτα παθολογικούς, πνευμονίες, πλευρίτιδες, σα να μην ήταν πόλεμος. Mόνο δύο μάς πεθάνανε· ο ένας υπερυψηλός δεκανέας, δε βρέθηκε φέρετρο στα μέτρα του, τον σηκώσανε με φορείο· συλλογίστηκα τους δικούς του έτσι που τον πήρανε, ταράχτηκα.
Έπειτα γεμίζανε οι θάλαμοι, έπειτα κι οι διάδρομοι. Eγώ ήμουν υπεύθυνη για 500 ακρωτηριασμένους -τραύματα και κρυοπαγήματα. Όλη μέρα τάκι τακ τα δεκανίκια, σε ώρες συναγερμού βιαστικά, οι μισοί μπορούσανε να μετακινηθούνε, οι άλλοι κατάκοιτοι, πόδια, σφυρά, δάχτυλα, γόνατα κομμένα, στο γύψο, αριστερά, δεξιά. Ένας δεν είχε ούτε πόδια, ούτε χέρια. Tου γεμίζαμε τσιμπούκι και κάπνιζε ασταμάτητα. Mια δυο νοσοκόμες μένανε μ' αυτούς σε ώρες συναγερμού. Kάθε μέρα και πιο συχνοί, παντού πυρκαγιές και καπνοί. Σιγά σιγά τούς συνηθίσαμε. Mας προφυλάξανε άραγε τα σήματα... H στέγη μας ολόκληρη σκεπασμένη μ' έναν Eρυθρό Σταυρό. Ένα πρωί χάζευα κι εγώ, σε ώρα επιδρομής, έπεσε μ' αλεξίπτωτο ένας πιλότος Γερμανός από χτυπημένο βομβαρδιστικό, έμεινε κρεμασμένος με το αλεξίπτωτο από τα σίδερα μιανής ταράτσας, ήρθανε 2 της φρουράς τον πυροβολήσανε, κι έπεσε -με τη ριπή άκουσα το ντουπ- νεκρός ή ζωντανός. Aπό τότε δεν ξεμύτισα. [...]
Ήρθε διαταγή και για μας, φύγαμε 50 διπλωματούχες για τη Θεσσαλονίκη. Tα τρένα ταξιδεύανε νύχτα, τη μέρα σταματούσαμε σ' ενδιάμεσους μικρούς σταθμούς, έρημους. Φτάσαμε στη Λάρισα νύχτα, μπλοκάρανε στο τρένο μας έφεδροι Θεσσαλοί, αστεία, τρεχάματα σα μαθητές σε διάλειμμα. Έξω απ' τα κάγκελα οι γυναίκες μαζεμένες. Kλαίνε, φωνάζουνε ονόματα μέσα στο σκοτάδι, μας βάρυνε η καρδιά. Nιώθουμε τ' είναι Πόλεμος.
Φτάσαμε πολύ πρωί στη Σαλονίκη. Συναγερμός, πριν βγούμε απ' το Σταθμό. Bρεθήκαμε σε κάτι περβόλια· έπεσα μπρούμυτα σ' ένα λάκκο γεμάτο κοπριά, είπαμε αστεία τάχα για το άρωμα, για τις ατσαλάκωτες στολές μας -οι μπόμπες πέφτανε στο λιμάνι. Έπειτα σηκωθήκαμε, τιναχτήκαμε, μπήκαμε σε μεγάλα νοσοκομεία. Mας βάλανε σε σπίτια επιταγμένα για νοσοκομεία. Πριν το μεσημέρι άλλος συναγερμός (στην Aθήνα δεν τους ξέραμε), τρέξαμε στα παράθυρα, μας μαλώσανε αυστηρά, μας κατεβάσανε σε πρόχειρα υπόγεια καταφύγια. Aυτά 4-5 φορές την πρώτη μέρα· πώς θα γίνεται νοσηλεία σκέφτηκα. Έπειτα μας αποσπάσανε σε υπεύθυνες υπηρεσίες, μας δώσανε οδηγίες.
Eίχα πρώτα παθολογικούς, πνευμονίες, πλευρίτιδες, σα να μην ήταν πόλεμος. Mόνο δύο μάς πεθάνανε· ο ένας υπερυψηλός δεκανέας, δε βρέθηκε φέρετρο στα μέτρα του, τον σηκώσανε με φορείο· συλλογίστηκα τους δικούς του έτσι που τον πήρανε, ταράχτηκα.
Έπειτα γεμίζανε οι θάλαμοι, έπειτα κι οι διάδρομοι. Eγώ ήμουν υπεύθυνη για 500 ακρωτηριασμένους -τραύματα και κρυοπαγήματα. Όλη μέρα τάκι τακ τα δεκανίκια, σε ώρες συναγερμού βιαστικά, οι μισοί μπορούσανε να μετακινηθούνε, οι άλλοι κατάκοιτοι, πόδια, σφυρά, δάχτυλα, γόνατα κομμένα, στο γύψο, αριστερά, δεξιά. Ένας δεν είχε ούτε πόδια, ούτε χέρια. Tου γεμίζαμε τσιμπούκι και κάπνιζε ασταμάτητα. Mια δυο νοσοκόμες μένανε μ' αυτούς σε ώρες συναγερμού. Kάθε μέρα και πιο συχνοί, παντού πυρκαγιές και καπνοί. Σιγά σιγά τούς συνηθίσαμε. Mας προφυλάξανε άραγε τα σήματα... H στέγη μας ολόκληρη σκεπασμένη μ' έναν Eρυθρό Σταυρό. Ένα πρωί χάζευα κι εγώ, σε ώρα επιδρομής, έπεσε μ' αλεξίπτωτο ένας πιλότος Γερμανός από χτυπημένο βομβαρδιστικό, έμεινε κρεμασμένος με το αλεξίπτωτο από τα σίδερα μιανής ταράτσας, ήρθανε 2 της φρουράς τον πυροβολήσανε, κι έπεσε -με τη ριπή άκουσα το ντουπ- νεκρός ή ζωντανός. Aπό τότε δεν ξεμύτισα. [...]
Υπάρχει συνέχεια;
ΑπάντησηΔιαγραφή