Εφυγε αθόρυβα και διακριτικά, όπως ήταν σε όλη του τη ζωή, παρά το γεγονός ότι συγκαταλέγεται στους ελάχιστους Ελληνες ηθοποιούς με χολιγουντιανές περγαμηνές! Ο Μιχάλης Γιαννάτος, ο δικαστικός μεταφραστής του πρωταγωνιστή Μπραντ Ντέιβις στο οσκαρικό «Express του μεσονυχτίου», ο Κεφαλλονίτης Κοκολιός του «Μαντολίνου του Λοχαγού Κορέλι» άφησε την τελευταία του πνοή προχθές το βράδυ, σε ηλικία 73 χρόνων, προδομένος από την καρδιά του. Σύμφωνα με όσα αποκαλύπτει στην «Espresso» ο γιος του, Γεράσιμος Γιαννάτος, ο ακούραστος εργάτης του κινηματογράφου και του θεάτρου αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, καθώς δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με την πενιχρή σύνταξή του. Ομως και σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του πάλευε να επιβιώσει, γι' αυτό -παράλληλα με τις καλλιτεχνικές δουλειές- εργαζόταν επί δεκαεπτά συναπτά έτη ως ρεσεψιονίστ-τηλεφωνητής σε γνωστό αθηναϊκό ξενοδοχείο.
Το τελευταίο ματς
Την Τρίτη το βράδυ ο Μιχάλης Γιαννάτος πήγε στο κατάστημα ΠΡΟ-ΠΟ της γειτονιάς του, στα Ιλίσια, για να παρακολουθήσει με τους φίλους του την αγαπημένη του ποδοσφαιρική ομάδα, τον Ολυμπιακό, στον αγώνα της με τη γαλλική Παρί Σεν Ζερμέν. Λίγο προτού τελειώσει το 1ο ημίχρονο ο ηθοποιός υπέστη ανακοπή. «Ξαφνικά έγειρε το κεφάλι του. Στην αρχή οι φίλοι του δεν κατάλαβαν, αλλά ύστερα από τρία λεπτά, αφού τον είδαν σε αυτή την κατάσταση, του φώναζαν “Μιχάλη, Μιχάλη!”, αλλά είχε “φύγει”. Οταν ήρθε να τον πάρει το ασθενοφόρο ήταν ήδη νεκρός. Δεν του άρεσε να πηγαίνει στους γιατρούς. Τελευταία είχε αδυνατίσει πολύ και τον κυνηγούσαμε. Επινε το τσιπουράκι του, κάπνιζε τα τσιγάρα του και ήταν πολύ ζωντανός άνθρωπος» μας λέει ο μεγάλος γιος του, ο 34χρονος σήμερα Γεράσιμος Γιαννάτος που ζούσε μαζί του σε ένα ενοικιασμένο σπίτι στα Ιλίσια. Μιλάει με τρυφερότητα για τον αγώνα του πατέρα του προκειμένου να «αναστήσει» τα παιδιά του, πάντα με την αξιοπρέπεια που τον χαρακτήριζε ως άνθρωπο και ηθοποιό. Εκτός από τον Γεράσιμο, ο Μιχάλης Γιαννάτος και η σύζυγός του Χάιδω είχαν άλλα δύο παιδιά, τον 33χρονο Γιάννη που δουλεύει σε κυλικείο και τη Μαρία, 31 χρόνων, η οποία έχει σπουδάσει θεατρολογία.
Ρεσεψιονίστ
Οταν έγινε πρώτη φορά πατέρας, ο ηθοποιός, προκειμένου να μπορέσει να τα βγάλει πέρα, έπιασε δουλειά ως ρεσεψιονίστ, κρατώντας παράλληλα τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες. «Με αυτή τη δουλειά ζούσαμε. Από το 1979, που γεννήθηκα εγώ, μέχρι το 1996, δούλευε νυχτερινή βάρδια στη ρεσεψιόν, ως τηλεφωνητής, στο Κάραβελ. Αυτή ήταν η κύρια δουλειά του. Μάλιστα, ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου τον αγαπούσε πολύ και τον είχε βοηθήσει κιόλας. Ο πατέρας μου, τώρα τελευταία, είχε κάνει ενέργειες για να πάρει το εφάπαξ που εδικαιούτο από το ταμείο των ξενοδοχοϋπαλλήλων και τώρα πρέπει εγώ να το κοιτάξω αυτό το θέμα». Τον ρωτάμε αν είναι αλήθεια ότι ο πατέρας του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. «Ναι, είναι αλήθεια, γιατί δεν “έβγαινε”. Μέχρι πέρυσι που εργαζόμουν σε μια εταιρεία, αλλά δυστυχώς την έχασα τη δουλειά μου, έβαζα κι εγώ. Ο άνθρωπος πάλευε να πληρώσουμε ενοίκια, φώτα, νερά, τηλέφωνα και να φάμε. Επαιρνε μια σύνταξη 686 ευρώ καθαρά, γιατί του κράταγαν και εκατό ευρώ για ένα δάνειο που είχε πάρει, και όπως καταλαβαίνετε, αυτά τα χρήματα δεν ήταν αρκετά για τόσες ανάγκες».
Διεθνής και ταπεινός
«Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων και ποτέ δεν βγήκε να ζητήσει τίποτα από κανέναν. Αν και είχε συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες, ήταν πολύ ταπεινός. Ωστόσο στις συζητήσεις μας κατακεραύνωνε την ελληνική πραγματικότητα, γιατί έβλεπε ότι για να δουλέψει στην Ελλάδα δεν ήταν αρκετό το ότι είχε συνεργαστεί με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ και δίπλα σε μεγάλους ηθοποιούς» λέει ο Γεράσιμος.
Για τον «Κορέλι»
Ο Μιχάλης Γιαννάτος συμμετείχε σε περισσότερες από 27 ξένες παραγωγές, ανάμεσά τους το «Εξπρές του μεσονυχτίου» που συγκαταλέγεται πλέον στις κλασικές ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Εκεί είχε ενσαρκώσει τον μεταφραστή του πρωταγωνιστή σε μια δικαστική αίθουσα. Ενας ρόλος που θα μπορούσε να είναι και πραγματικός, αφού ο ηθοποιούς μιλούσε όντως πέντε γλώσσες. Μάλιστα, η άνεσή του με τα τουρκικά τον κατέστησε πολλές φορές επικρατέστερο στη διεκδίκηση κάποιου ρόλου, έναντι συναδέλφων του. Στο «Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι», ο Μιχάλης Γιαννάτος στάθηκε δίπλα στην Πενέλοπε Κρουζ, στον Κρίστιαν Μπέιλ (τον μετέπειτα κινηματογραφικό «Batman») και βέβαια τον Νίκολας Κέιτζ. Είχε ενσαρκώσει τον Κοκολιό, έναν από τους κατοίκους του Αργοστολίου, ωστόσο αυτή η εμφάνισή του ήταν αρκετή ώστε να τον θυμηθούν οι σινεφίλ του εξωτερικού.
Τα γυρίσματα με τον Σπίλμπεργκ και η θρυλική... μούντζα!
Οσο για το «Μόναχο» του Στίβεν Σπίλμπεργκ; Ο Μιχάλης Γιαννάτος, ως ξενοδόχος Αριστείδης Πόρτερ, κέρδισε σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή με το ελληνικό ταμπεραμέντο του. Εμαθε στον δημιουργό των μεγαλύτερων ταινιών φαντασίας -και όχι μόνο- πώς να μουτζώνει αλά ελληνικά, ενώ ο Ερικ Μπάνα εμπλούτισε το... ελληνικό του λεξιλόγιο με βρισιές! Ο ηθοποιός σε συνέντευξή του πριν από περίπου επτά χρόνια στην «Espresso της Κυριακής» είχε αποκαλύψει παρασκήνια από τα γυρίσματα των ξένων ταινιών στις οποίες συμμετείχε, αλλά και πώς έβαλε το... χεράκι του στις σκηνές της ταινίας «Μόναχο». Σύμφωνα με το σενάριο, έπρεπε να φτύσει για να δείξει τη δυσαρέσκειά του, όμως προτίμησε να βάλει λίγο... ελληνικό στοιχείο στην αντίδρασή του. «Κοίταξε να δεις, Στίβεν (σ.σ.: Σπίλμπεργκ), εμείς στην Ελλάδα δεν κάνουμε έτσι. “Και πώς κάνετε” με ρωτάει; “Να, έτσι” του λέω και του δείχνω μια μούντζα. “Αριστούργημα” μου απαντάει, έχοντας τρελαθεί στα γέλια. Ολο το συνεργείο χειροκροτούσε. Ετσι θα το κάνουμε. Μάλιστα, όλες οι κουβέντες που λέω είναι αυτοσχεδιασμός. Ο Σπίλμπεργκ απλώς μου είπε “γέμισε το σενάριο” και εγώ το έκανα. Είπα, για παράδειγμα, τα χιλιάρικα... “χήνες”. Το σενάριο ήθελε ο Ελληνας να παίρνει τα λεφτά και να μην αντιδρά, απλώς να φτύνει. Κάτι τέτοιο είναι προσβλητικό για τους Ελληνες» είχε δηλώσει, μεταξύ άλλων, ο ηθοποιός.
«Ο Ερικ Μπάνα ξεσήκωσε το μ....α που έλεγα συνέχεια και κάποια στιγμή με ρώτησε τι σημαίνει. Από εκείνο το λεπτό δεν σταμάτησε μ....α να με ανεβάζει και μ....α να με κατεβάζει» είχε δηλώσει. Ο Μιχάλης Γιαννάτος, στην ίδια συνέντευξή του δεν έκρυψε την πικρία του για το πώς τον αντιμετώπισαν στη χώρα μας, παρά τη συμμετοχή του σε διεθνούς φήμης ταινίες. «Πιστεύω ότι η νοοτροπία των Ελλήνων είναι τέτοια που και Οσκαρ Α’ Ανδρικού να φέρω και να έχω ανταγωνιστεί τον Ρόμπερτ ντε Νίρο και τον Τζακ Νίκολσον, θα γυρίσουν και θα πουν “σιγά, μωρέ, και τι έγινε;”». Επίσης ήταν απαισιόδοξος με τις ακριβές παραγωγές που γυρίζονται επί ελληνικού εδάφους: «Στον “Κορέλι” αγόραζαν 2.500 μπουκάλια νερό, 500 κρουασάν και 500 τυρόπιτες την ημέρα. Ο τζίρος που κάνανε ήταν ίσος με δέκα χρόνια τουρισμού στην Κεφαλλονιά. Κι όμως ήρθε το ΣΔΟΕ να ελέγξει τον “Κορέλι”. Και με τον Μέγα Αλέξανδρο που θα γυριζόταν στη Λάρισα, ζητούσαμε τα σενάρια για να τα εγκρίνουμε. Μας είπαν τελικά “γεια χαρά” και έφυγαν για Μεξικό. Και καλά έκαναν» κατέληξε.
Από την Πόλη (με μια βαλίτσα) στο σινεμά και το θέατρο
Ο Μιχάλης Γιαννάτος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Ιουλίου του 1940. Το 1964 ήρθε διωγμένος στην Αθήνα (με μια βαλίτσα στο χέρι) και παρά τις δυσκολίες προσαρμογής και επιβίωσης που αντιμετώπισε τον πρώτο καιρό στην Ελλάδα, η αγάπη για το θέατρο τον οδήγησε αμέσως στη Δραματική Σχολή του Σωματείου Ηθοποιών Κινηματογράφου, όπου σπούδασε υποκριτική. Ενώ ακόμη σπούδαζε, έκανε την πρώτη του θεατρική εμφάνιση, το 1966, με το Ελληνικό Λαϊκό θέατρο, στο πλευρό του Μάνου Κατράκη και στο έργο «Καπετάν Μιχάλης». Δύο χρόνια αργότερα κι έχοντας αποφοιτήσει από τη Δραματική κάνει την πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στον θίασο των Λάμπρου Κωνσταντάρα - Μάρως Κοντού, στην παράσταση «Ούτε γάτα ούτε ζημιά».
Η καριέρα του στο θέατρο συνεχίζεται σε διάφορους θιάσους του ελεύθερου θεάτρου και κυρίως σε δουλειές που ανεβάζει ο φίλος του Θανάσης Βέγγος («Ο τρελός του Λούνα Παρκ» - 1972, «Τι έκανες στον Τρωικό Πόλεμο Θανάση» - 1978 κ.ά.) Η κινηματογραφική του καριέρα ξεκίνησε το 1968 με τη μεγάλη επιτυχία της Αλίκης Βουγιουκλάκη και της Φίνος Φιλμ «Η αρχόντισσα κι ο αλήτης», ακολουθούν εμφανίσεις του σε αγαπημένες ταινίες του Θανάση Βέγγου και από το 1980 σε όλες σχεδόν τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου (μάλιστα σε ένα γύρισμα ταινίας του Αγγελόπουλου έπεσε σε παγωμένα νερά και κινδύνεψε η ζωή του).
Το κινηματογραφικό του παλμαρέ περιλαμβάνει συμμετοχές σε πενήντα ελληνικές ταινίες, αλλά και σε πολλές ξένες: «The Greek Tycoon» (1978), «Midnight Express» (1978), «The next one» (1981), «The First Olympics Athens 1896» (τηλεταινία - 1984), «Pretty Smart» (1986), «The Serpent of Death» (1989), «Someone Else's America» (1995), «Captain Corelli's Mandolin» (2001), «Μunich» (2005) κ.ά. Στην τηλεόραση εμφανίστηκε σε περίπου εβδομήντα σειρές, όπως «Η Μανιάτισσα», «Οι φρουροί της Αχαΐας», «Εκμέκ παγωτό», «Η ζωή που δεν έζησα», «Τα παιδιά της Νιόβης» κ.ά. Η τελευταία του θεατρική εμφάνιση ήταν το καλοκαίρι του 2012 σε περιοδεία με το έργο «Το παιχνίδι της φαντασίας» μαζί με τους Πέτρο Ξεκούκη, Γιώργο Ματαράγκα, Πέτρο Πέτρου κ.ά.
ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΜΠΟΥΝΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου